Η ΤΑΦΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΝΙΓΡΙΤΑ σε συνέχειες 08 και 14-08-2008)
Στις ημέρες μας συζητείται, έντονα και μεγάλο πάθος, το θέμα της ταφής ή της καύσης των νεκρών σωμάτων. Αφορμή υπήρξε το νομοσχέδιο που επιτρέπει εφεξής την καύση των νεκρών στην πατρίδα μας. Θέλοντας να συμβάλω στη συζήτηση δημοσιεύω κάποιες απόψεις. Αποφεύγω τις παραπομπές για τη διευκόλυνση των αναγνωστών και της εφημερίδας. Φυσικά είναι στη διάθεση όσων αναγνωστών τις ζητήσουν.
Οι άνθρωποι της Εκκλησίας αλλά και διάφοροι άλλοι, είτε συντηρητικοί είτε παραδοσιακοί, πολίτες, υπέρμαχοι της τωρινής κατάστασης εμφανίζονται ως υπερασπιστές της εκκλησιαστικής θέσης για την ταφή (ή τουλάχιστον αυτή και μόνο θεωρούν ως εκκλησιαστική). Στον αντίποδα βρίσκονται οι άνθρωποι που δεν ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και διάφοροι σύμμαχοι τους, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό προοδευτικό και απελευθερωμένο. Πολλές φορές συνταυτίζονται μαζί τους οι εμφανιζόμενοι ως υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα επιχειρήματα που προβάλει η κάθε μια πλευρά αντλούνται από το δικό της οπλοστάσιο. Η παράδοση της Εκκλησίας, τόσο η γραπτή, δηλαδή οι μαρτυρίες από την Αγία Γραφή, τα έργα των Πατέρων, μαζί με την κανονική παράδοση, όσο και η άγραφη, τα έθιμα και η λειτουργική πράξη, επιστρατεύονται ώστε να υποστηρίξουν το υποχρεωτικό της ταφής τουλάχιστον για τους χριστιανούς. Από την άλλη πλευρά στην φαρέτρα των αιτούντων την καύση υπάρχουν επιχειρήματα από τον χώρο των σύγχρονων αναγκών (οικονομικών, χώρου, οικολογίας, ψυχολογίας). Δεν αμφιβάλουμε ότι είναι υποχρέωση του κράτους να νομοθετεί για την κάλυψη όλων των πτυχών της ζωής και του θανάτου, αλλά θεωρούμε ότι και η Εκκλησία δικαιούται να απευθύνει προτρεπτικό λόγο στα μέλη της.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Ο θάνατος πάντοτε προξενούσε θλίψη στους ανθρώπους που έμεναν πίσω, ιδιαιτέρως στους συγγενείς και φίλους του αποθανόντος. Γι’ αυτό προσπαθούσαν να μετριάσουν τον πόνο τους με την πίστη ότι συνεχίζονταν η ζωή του απελθόντος και η επικοινωνία μαζί του, αλλά και με την φροντίδα του νεκρού σώματος, ώστε να διευκολυνθεί στη μέλλουσα κατάσταση.
Αυτό οδήγησε σε πολλούς τρόπους φροντίδας των νεκρών, οι οποίοι διέφεραν ανάλογα με τις αντιλήψεις για την ζωή και τον θάνατο που επικράτησαν στους διαφόρους λαούς. Οι τρόποι αυτοί εμφανίζονται σε διαφορετικούς λαούς, αλλά συνυπάρχουν και στον ίδιο λαό, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ή ταυτόχρονα, σε δύσκολες συγκυρίες, όπως σε περίοδο πολέμου.
Οι αρχαιότεροι τρόποι κήδευσης (κηδεία σημαίνει φροντίδα) των νεκρών ήταν είτε ο ενταφιασμός τους στην γη είτε η καύση του σώματος τους. Η ταφή εντός της γης ήταν συνήθης ήδη στη παλαιολιθική εποχή και φθάνει μέχρι την χάλκινη. Ο νεκρός τοποθετούνταν εντός του τάφου, καθισμένος ή ξαπλωμένος με διπλωμένα τα σκέλη. Ο τρόπος αυτός της ταφής εξηγείται ποικιλοτρόπως. Μερικοί εθνολόγοι πιστεύουν ότι οφείλεται στην προσπάθεια εξοικονόμησης χώρου. Από άλλους εξηγείται ότι συμβολίζει την κατάσταση του ύπνου ή θεωρείται μίμηση της θέσεως του εμβρύου στην κοιλιά της μητέρας του, διότι κατά την αντίληψη των πρωτογόνων η γη θεωρείται ως η κοινή των ανθρώπων μητέρα. Υπάρχει και η εξήγηση ότι η τοποθέτηση αυτή γινόταν για να εμποδίσει την επάνοδο του νεκρού μεταξύ των ζώντων.
Αλλά και η καύση ήταν σε χρήση και κατά την παλαιολιθική εποχή όπως μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα. Ερμηνεύεται ότι προήλθε είτε από φόβο προς τους νεκρούς, οπότε καταστρέφεται το σώμα, είτε για την ταχεία εξαφάνιση των νεκρών πτωμάτων , τα οποία θεωρούνταν ως πηγή μιάσματος.
Υπάρχει και τρίτον είδος κηδείας. Η έκθεση των νεκρών σε υψηλές, ορεινές περιοχές για να αποτελέσουν βορά των αγρίων θηρίων. Πιστεύεται ότι εάν καταβροχθίζονταν ο νεκρός από τα θηρία θα έπεφτε σε αυτά η οργή του και όχι στους απογόνους.
Οι Αιγύπτιοι φρόντιζαν για τη διατήρηση του σώματος το οποίο θα ξαναγύριζε στη ζωή με την επανεγκατάσταση της ψυχής σε αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο πίστευαν ότι ο άνθρωπος συναπαρτίζεται από τρία στοιχεία. Το πρώτο ήταν θεία δύναμη την οπoία ο άνθρωπος αποκτούσε μέσω θρησκευτικών τελετουργιών. Το δεύτερο ήταν ένα είδος ψυχής, η οποία μετά τον θάνατο υφίστατο με την μορφή πτηνού, που επισκεπτόταν την μούμια. Το τρίτο είναι το σωματικό μέρος του ανθρώπου το οποίο εξακολουθούσε να ζει και μετά τον θάνατο καθώς συντηρούνταν από τις προσφορές. Για να βοηθηθεί η συντήρηση του επινοήθηκε η ταρίχευση.
Αντιθέτως οι Έλληνες δεν διατηρούσαν το σώμα αλλά φρόντιζαν την ταφή ή την καύση του. Από τα μέσα της Ελλαδικής περιόδου (1550-1500 μ.Χ.) συναντούμε στον ελληνικό χώρο δύο είδη ταφής, σε τάφους λαξευμένους σε βράχους και σε κιβωτοειδείς τάφους πλαισιωμένους από τοίχους που αποτελούνται από λίθινες πλάκες. Μετά την λήξη της μυκηναϊκής εποχής (1100 μ.Χ.) και με την λεγόμενη κάθοδο των Δωριέων απαντά και η αποτέφρωση των νεκρών, την οποία γνωρίζουν και τα ομηρικά έπη. Αρχικά διατυπώθηκε η άποψη ότι η καύση των νεκρών επινοήθηκε από την Δωρική φυλή, η οποία λόγω των συνεχών μετακινήσεων ήθελε να παραλαμβάνει στους νέους τόπους όπου μετέβαιναν και την τέφρα των προγόνων τους, για να αποδίδει σε αυτή τις νόμιμες τιμές. Η υπόθεση αυτή όμως ανατρέπεται από το γεγονός ότι η τέφρα και τα οστά ηρώων, όπως του Πατρόκλου και του Αχιλλέα, θάφτηκαν στο τρωικό πεδίο και καλύφθηκαν από ογκώδεις τύμβους. Έκτοτε χρησιμοποιούνταν στην Ελλάδα και οι δύο τρόποι κηδείας. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. επικρατεί, η εναπόθεση του νεκρού στην γη. Από τους Κλασσικούς χρόνους μέχρι και σήμερα , επικρατεί η παράδοση να θάπτουν τους νεκρούς, διότι πίστευαν ότι η ψυχή του άταφου νεκρού δεν μπορεί να εισέλθει στα Ηλύσια πεδία, αλλά περιπλανιέται ώσπου να ταφεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις αντιλήψεις των αρχαίων είναι η Αντιγόνη, η οποία υπακούοντας στο θεϊκό νόμο θάβει τον αδελφό της αδιαφορώντας για τη διαταγή του Κρέοντα και τους κινδύνους. Παραλείπω, λόγω περιορισμένου χώρου, ορισμένες φιλοσοφικές απόψεις που φαίνονται να υποτιμούν το σώμα και ενισχύουν την διάθεση καταστροφής του.
Παραπλήσια ταφικά έθιμα ίσχυσαν κατά την Ρωμαϊκή εποχή. Γνωρίζουμε ότι οι Ρωμαίοι δημιούργησαν νεκροπόλεις δίπλα στις μεγάλες οδούς καθώς η ταφή των νεκρών γινόταν εκτός της πόλης, ενώ εντός της πόλης έθαβαν άτομα στα οποία ήθελαν να αποδώσουν μεγάλη τιμή, για τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφεραν στην πατρίδα. Πάνω στους τάφους και γύρω από αυτούς τελούνταν εορτές, γινόταν θυσίες ζώων, δούλων και αιχμαλώτων ή γινόταν μονομαχίες. Στις κατακόμβες βρήκαν άλλωστε καταφύγιο και οι πρώτοι Χριστιανοί όταν διώκονταν όπου και αυτοί έθαβαν τους μάρτυρες κατά την ρωμαϊκή συνήθεια. Εντούτοις παρατηρούμε και την χρήση της καύσης τον Α’ μ.Χ. αιώνα. Μάλιστα καίγονταν εθελοντικώς μαζί και ζωντανοί που ήθελαν να γίνουν μέτοχοι της αιωνίου ζωής στα νησιά των μακάρων
Οι Ιουδαίοι πίστευαν στη διαμονή των νεκρών στον Άδη και στην αμοιβή των δικαίων και την τιμωρία των αμαρτωλών γι’ αυτό και προτιμούσαν για τους δικαίους την ταφή και για τους αμαρτωλούς την καύση ως μορφή καταισχύνης. (Λευιτικό κ’, 14-21) Έτσι από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης πληροφορούμαστε για τον τρόπο ταφής του Ισραηλίτη καθώς οι οικείοι του έκλειναν τα μάτια του, τον ντύνανε με τα συνήθη ενδύματα τα οποία φορούσε κατά την διάρκεια της ζωής του και έπειτα τον θρηνούσαν και κήρυσσαν πένθος. Τον τρόπο ταφής τον πληροφορούμαστε από το βιβλίο των Παραλειπομένων (16,14) και της Γενέσεως (47,30). Ακόμη και η Καινή Διαθήκη αναφέρεται εμμέσως σε ταφικές συνήθειες των Ιουδαίων.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Οι πρώτοι χριστιανοί ζούσαν μέσα στην ατμόσφαιρα του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού αλλά είχαν σαφείς επιρροές από την Ιουδαϊκή παράδοση, αφού μάλιστα χρησιμοποιούσαν την ίδια την Αγία Γραφή και γνώριζαν τα ταφικά έθιμα τους. Προέκριναν την ταφή ως τον κύριο τρόπο φροντίδας του νεκρού σώματος. Βασικώς επέδρασε το παράδειγμα της ταφής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και οι αποδιδόμενες τιμές προς το νεκρό σώμα Του, όπως καταγράφονται στα Ευαγγέλια. Ο Ματθαίος (Μτθ. 27, 59-60), ο Μάρκος (Μρκ. 15, 46 και 16, 1), ο Λουκάς (Λκ. 23, 53-56) και ο Ιωάννης (Ιω. 19, 39-42) αναφέρουν τις φροντίδες για το νεκρό σώμα του Ιησού. Σύμφωνα με τα παραπάνω, μετά τον θάνατον κάποιου, οι γυναίκες έπλεναν το σώμα του νεκρού, το τύλιγαν σε καθαρό σεντόνι, το άλειφαν με μύρο, κάλυπταν ή έδεναν το πρόσωπο του με ένα σουδάριο (μαντήλι), έπειτα το τοποθετούσαν στο υπερώο όπου και τον θρηνούσαν και τέλος τον κήδευαν συνοδεύοντας τον νεκρό μέχρι τον τάφο όπου και τον απέθεταν. Ο ίδιος ο Ιησούς με τα λόγια και τις πράξεις ουσιαστικά επιδοκιμάζει αυτόν τον τρόπο ταφής. Έτσι από τα Ευαγγέλια πληροφορούμαστε ότι , ενώ ο Κύριος ήταν ζωντανός, λίγο πριν από το πάθος Του, μια γυναίκα άλειψε τα πόδια του Ιησού με πολύτιμο μύρο. Τότε ο Ιούδας διαφωνώντας με αυτήν την πράξη παρατήρησε ότι το πολύτιμο μύρο θα ήταν προτιμότερο να πουληθεί και χρήματα τα οποία θα εισέπρατταν από την πώληση να πάνε στους φτωχούς. Από την απάντηση του Ιησού προς τον αυτόν φαίνεται πως ο Χριστός γνωρίζει ότι μετά το πάθος Του θα επακολουθήσει ο ενταφιασμός Του και σαφώς τον εγκρίνει, διδάσκοντας μάλιστα ρητώς ότι αξίζει η δαπάνη του πολυτίμου μύρου για τα νεκρά σώματα, πράγμα το οποίο προτιμά από το να δοθούν τα χρήματα στους φτωχούς, για τους οποίους άλλοτε έλαβε τόση μέριμνα.
Με τα παραπάνω λόγια του Ιησού Χριστού και με το παράδειγμα του ενταφιασμού Του μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι εξαγιάστηκε η ταφή , ως σωστή πράξη αντιμετώπισης των νεκρών χριστιανών, που είναι και πρέπει να είναι μιμητές του Χριστού. Όπως δηλαδή πιστεύουμε πως εξαγιάστηκε με την παρουσία του Θεανθρώπου Χριστού ο γάμος, διότι τον ευλόγησε με την παρουσία Του στην Κανά, το ίδιο και εδώ να δεχθούμε ότι έχουμε παράδοση από τον ίδιο τον Κύριο της ταφής ως ορθού τρόπου αντιμετώπισης των νεκρών σωμάτων. Αφού Εκείνος επέλεξε για τον εαυτό Του την ταφή και έτσι την εξαγίασε, δεν υπάρχει λόγος να εγκαταλείψουμε το παράδειγμα που μας άφησε, ιδιαίτερα μάλιστα αφού συνδέεται με τη ανάσταση όχι μόνο του σώματος του Ιησού Χριστού , αλλά και των δικών μας σωμάτων. Η Εκκλησία βλέπει το σώμα ως θυσιαστήριο όσο ο άνθρωπος είναι εν ζωή. Η συντήρηση και η τροφοδοσία του γίνεται πάντοτε με προσευχή (προσευχές της τραπέζης), η φροντίδα της υγείας του συνδυάζεται με μυστήριο (του ευχέλαιου), η αναπαραγωγή του ευλογείται με άλλο μυστήριο (το γάμο) και τέλος ο εξαγιασμός του επιτυγχάνεται με τη μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού. Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός σε αυτό.
Όπως είναι φυσικό η πράξη της Εκκλησίας όσον αφορά την περιποίηση των νεκρών χριστιανών δεν μεταβλήθηκε ιδιαίτερα στους κατοπινούς αιώνες. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ως φύλακες της παραδόσεως ακολούθησαν την επικρατούσα συνήθεια της ταφής όπως την είδαμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα χωρία από λίγους πατέρες, για να τονίσουμε το γεγονός ότι πλέον επενδύουν την ταφή με θεολογικό περιεχόμενο, βασισμένοι στην τιμή του σώματος, όπως αυτή προέκυψε από τις Χριστολογικές διαμάχες.
Ήδη οι πρώτοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Ιερώνυμος και ο Ιππόλυτος, αναφέρονται στο γεγονός της ταφής των αποστόλων. Για Αγίους μετά την εποχή των Αποστόλων υπάρχει η μαρτυρία του Διονυσίου Αλεξανδρείας. Χαρακτηριστική είναι η γνώμη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι είναι κοινός νόμος της φύσεως για όλους τους ανθρώπους να τους θάπτουν στην αγκαλιά της μητέρας γης από την οποία έχουν πλαστεί. Επίσης ο Μέγας Βασίλειος προεκτείνει τη σκέψη του Ιερού Χρυσοστόμου λέγοντας ότι τα ακάθαρτα έως τότε λείψανα των νεκρών, μετά τον θάνατο του Χριστού, γίνονται τίμια λείψανα οσίων. Γι’ αυτό, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, είναι συμφέρουσα πνευματικώς η ταφή και για τους ζωντανούς και για τους νεκρούς. O Μέγας Αθανάσιος μάλιστα χαρακτηρίζει ως αθλιότητα τον μη ενταφιασμό των κεκοιμημένων. Ο ιστορικός Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας παραδίδει την προσπάθεια των διωκτών να εμποδίσουν τη ταφή των μαρτύρων και τον αγώνα των χριστιανών για να την κατορθώσουν.
Επίσης οι Πατέρες της Εκκλησίας μας δίνουν ορισμένα στοιχεία για την τελετουργία της ταφής και τα νεκρικά έθιμα τα οποία την συνοδεύουν. Ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει το λάδι και το κερί κατά την επίκληση του Θεού και την προσέγγιση στον τάφο κάποιου κοιμηθέντος. Η προσφορά συνοδεύεται πάντα από την ελεημοσύνη στους φτωχούς. Ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει την σεμνότητα με την οποία κοσμούν τον απελθόντα οι χριστιανοί. Με τον τρόπο αυτόν απορρίπτει εμμέσως, πλην σαφώς, τις μεγαλοπρεπείς κηδείες και τα πλούσια κτερίσματα που κάποιοι επηρεασμένοι από το παρελθόν εναποθέτουν στους τάφους. Γνωρίζοντας άριστα την ψυχολογία των ανθρώπων επιτρέπει στους ανθρώπους τον θρήνο, αλλά με μέτρο, ενώ τονίζει ότι η εκφορά του νεκρού πρέπει να γίνεται με ψαλμωδίες, ευχές, σύλλογο πατέρων και πλήθος αδερφών. Γνωρίζουμε ακόμη ότι συνηθιζόταν οι επικήδειοι λόγοι. Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στον επιτάφιο λόγο του προς τον Μεγάλο Βασίλειο περιγράφει την κηδεία, τους θρήνους και την ταφή του σώματος του φίλου του. Ανακεφαλαιώνοντας την διδασκαλία όλων των πατέρων και στηρίζοντας την στην ενανθρώπιση του Χριστού, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξαίρει την τιμή προς τα λείψανα των Αγίων, τα οποία δεν είναι ακάθαρτα, αλλά αντιθέτως πηγάζουν ευεργεσίες για τους ανθρώπους, γι’ αυτό με ψαλμωδίες, ύμνους, ωδές πνευματικές και κατάνυξη προπέμπονται και τιμώνται από τους χριστιανούς. Από όλα αυτά συμπεραίνουμε ότι ποτέ δεν τέθηκε στη Εκκλησία το θέμα της καύσης των νεκρών αλλά ότι η ταφή ήταν ένδειξη ιδιαίτερης φροντίδας και τιμής για το νεκρό σώμα.
Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η πράξη της Εκκλησίας διαφαίνεται τόσο στις κανονικές διατάξεις της, όσο και στη λατρευτική ζωή της. Όπως είναι φυσικό οι κανόνες, δημιουργήματα της Εκκλησίας, υπηρετούν την αντίληψη της για τα θέμα της ταφής. Δεν υπάρχει καμία σαφής αναφορά υπέρ ή εναντίον της καύσης διότι το θέμα δεν είχε τεθεί τότε που αυτοί καταγραφόταν. Ωστόσο συνιστάται ο σεβασμός στο νεκρό και ρυθμίζονται κάποια θέματα σχετικά με το μελλοθάνατο. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τον 13ο κανόνα της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος επιτρέπει την θεία κοινωνία σε αυτούς που κινδυνεύουν να πεθάνουν μολονότι γνωρίζει ότι εντός ολίγου θα είναι άψυχο σώμα. Μάλιστα η απαγόρευση της θείας ευχαριστίας στους νεκρούς από τον 83ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και τον 18ο κανόνα της Καρθαγένης (και του βαπτίσματος) δείχνουν τη διάκριση της Εκκλησίας. Πάντως υπάρχουν κανόνες που προϋποθέτουν την ύπαρξη νεκρού σώματος και τάφου και συνιστούν το σεβασμό τους. Η επίσκεψη στα κοιμητήρια και η απόδοση τιμών στα σώματα των νεκρών επιτρέπεται μόνο σε ορθοδόξους, ενώ απαγόρευση τέτοιων ενεργειών σε τάφους αιρετικών επιβάλλεται από τον 9ο και 34ο κανόνα της Συνόδου της Λαοδικείας. Επίσης ο 7ος κανόνας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης απαγορεύει την τυμβωρυχία.
Η λατρεία της Εκκλησίας δείχνει τη θέση της απέναντι στο θάνατο και το νεκρό. Θα περιοριστούμε στη νεκρώσιμη ακολουθία, αν και στη Θεία Ευχαριστία είναι έντονη η παρουσία των μελών της θριαμβεύουσας Εκκλησίας. Στις έντυπες εκδόσεις του Μεγάλου Ευχολογίου η νεκρώσιμη ακολουθία διακρίνεται σε τέσσερις κατηγορίες. (Κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί, νήπια). Οι ακολουθίες αυτές παρουσίασαν εξέλιξη από τον 10ο αιώνα ως και τον 14ο οπότε παγιώθηκαν στην μορφή που γνωρίζουμε και σήμερα. Αποφασιστική υπήρξε η χρήση των εντύπων που συντέλεσαν στην παγίωση της παράδοσης των λειτουργικών χειρογράφων-κωδίκων των προηγουμένων αιώνων. Την ποικιλία αυτή των νεκρώσιμων ακολουθιών δεν ακολούθησε η ορθόδοξος Εκκλησία η οποία, κατά την σύνταξη του Πατριαρχικού Τυπικού της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, θέσπισε την τέλεση της κοινής νεκρώσιμου ακολουθίας για όλους τους πιστούς ανεξαιρέτως τάξεως, αξιώματος και ηλικίας. Αυτή διαμορφώθηκε κατά την διάρκεια των αιώνων. Επηρεάστηκε τόσο από την διδασκαλία των πατέρων όσο και από την εκκλησιαστική παράδοση. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια και την διαμόρφωση της νεκρώσιμης ακολουθίας σε άμεση αναφορά με το νεκρό σώμα του απελθόντος το οποίο, κατά την διάρκεια της, τίθεται στο μέσο του ναού. Έτσι η εξόδιος ακολουθία συνδέεται στενά με όραση ανθρώπινου σώματος και όχι τέφρας. Όλα τα τροπάρια κάνουν λόγο για κεκοιμημένο και όχι για αποτεφρωμένο, για σώμα που βρίσκεται μπροστά μας, για τελευταίο ασπασμό. Συνεπώς η εκκλησιαστική ακολουθία της ταφής έχει σχέση με ενταφιασμό σώματος και όχι με ενταφιασμό τέφρας.
Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την αναμόρφωση του στο αρχαίο κάλλος. Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Άλλωστε καθ’ όλη την εξόδιο ακολουθία υπάρχει αναφορά στην παρουσία του, γεγονός που αντιδιαστέλλεται με οποιαδήποτε πρακτική αποτέφρωσης. Το περιεχόμενο της ακολουθία της κηδείας είναι διαφορετικό από όλες τις άλλες ακολουθίες καθώς έχει ως κύριο στόχο την παραμυθία και διαπαιδαγώγηση των συγγενών και των λοιπών μελών της χριστιανικής κοινότητας, οι οποίοι είναι συναγμένοι γύρω από το νεκρό σώμα του μεταστάντος αδερφού, και όχι την μεταβολή της καταστάσεως του νεκρού, ο οποίος βρίσκεται πλέον στο έλεος του Θεού.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η καύση συνδέεται παντού, στην αρχαιότητα και σε σύγχρονα ξένα θρησκεύματα, με υποτίμηση του σώματος και θεώρηση του ως κακού. Στη χριστιανική αντίληψη το σώμα γίνεται ναός του Θεού, θεώνεται κατά χάρη μαζί με την ψυχή και συνδοξάζεται. Γι’ αυτό και ο Χριστός θάφτηκε και έκτοτε όλοι οι χριστιανοί, άγιοι και μη, από τον Πρόδρομο και τον Στέφανο ως σήμερα. Μέσω της ταφής σώθηκαν τα άφθαρτα και ακέραια λείψανα των αγίων, φανερώσεις της θεώσεως. Η θαυματουργία των λειψάνων είναι τεκμήριο θεώσεως του ανθρώπου, αφού η Χάρη του θεού διαπορθμεύεται και σε ολόκληρο το σώμα. Και ασφαλώς , η βεβαίωση υπάρξεως ενός αγίου έχει βαθιά σημασία, γιατί τότε ξέρουμε ότι οι πρεσβείες του θα συντελούν και στην δική μας σωτηρία. Έτσι η παρουσία των λειψάνων μέσα στον λατρευτικό χώρο της εκκλησίας ως πηγής χάριτος αποτελούν ένα επικουρικό μέσο για την πνευματική μας προκοπή και τελείωση. Η νεκρώσιμος ακολουθία από τα σημαντικότερα κείμενα της παγκοσμίου φιλολογίας, αναπτύσσει θεολογικά τη φυσική λύση του ανθρώπινου σώματος, όπως φυσική (χάριτι Θεού) είναι και η σύσταση του από την ανυπαρξία στην ύπαρξη.
Είναι δεδομένο ότι στα πλαίσια της θρησκευτικής ελευθερίας και από την πλευρά της Πολιτείας δεν μπορεί να απαγορευτεί η καύση των νεκρών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά το κράτος θα επιβάλλει την καύση ή θα υποχρεωθεί να διευκολύνει όσους θέλουν να αποτεφρωθούν αναλαμβάνοντας το οικονομικό κόστος.
Βεβαίως η αντιμετώπιση του θέματος από τα όργανα της πολιτείας δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Εκκλησίας παρά μόνο στο γεγονός ότι οι πολίτες και οι πιστοί στην Ελλάδα ταυτίζονται σε ένα βαθμό. Στα πλαίσια αυτά υπάρχει μια προσπάθεια διαλόγου για να βρεθεί η χρυσή τομή ώστε να γίνουν οι απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις, χωρίς να προσβάλλεται ούτε η ελευθερία των μεν, ούτε το θρησκευτικό φρόνημα των δε. Πάντως ο διάλογος και η αλληλοκατανόηση θα βοηθήσει αποτελεσματικά και προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η Εκκλησία από την πλευρά της μπορεί να απαγορεύσει την εκκλησιαστική κηδεία στα μέλη της, όταν αυτά αποφασίσουν να μην ακολουθούν τις παραδόσεις της. Δεν υπάρχουν κανόνες αλλά τίποτε δεν την εμποδίζει να λάβει αποφάσεις. Επιθυμητό είναι να γίνει σε οικουμενικό επίπεδο. Ωστόσο δεν μπορεί να απαγορεύσει την καύση σε αλλόδοξους και αλλόθρησκους ή σε μέλη της που έχουν αποστασιοποιηθεί.
Ισχυρός λόγος για να μείνουμε στην παράδοση της ταφής οι σημερινοί Έλληνες είναι και ο πολιτιστικός. Η ταφή των νεκρών είναι συστατικό, δομικό στοιχείο του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού και θεμελιώδης πρακτική της Ορθοδόξου παραδόσεως. Η δημοκρατική συνείδηση επιβάλλει βέβαια, να δεχθούμε την ελεύθερη επιλογή καύσεως από τους μη ελληνορθόδοξα φρονούντες και σκεπτόμενους. Όχι όμως να την επιβάλουμε και σε όσους την αρνούνται. Περιττό να πω ότι είναι αδιανόητο, συνειδητός ορθόδοξος Έλληνας να επιλέξει την καύση.
Νέα
Αυτός το πεδίο είναι κενό.
Νέα
Αυτός το πεδίο είναι κενό.