Οι Τρεις Ιεράρχες και η Ελληνική Παιδεία (Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Ι.Μ. Ιεραπύτνης και Σητείας " Άγκυρα Ελπίδος" στο τεύχος 78, Ιαν-Φεβρ 2017)
Κάθε χρόνο την 30η Ιανουαρίου η Εκκλησία αλλά και η εκπαιδευτική κοινότητα τιμά τους τρεις Ιεράρχες, όπως είναι γνωστοί οι Άγιοι: Βασίλειος Καισαρείας ο Μέγας, Γρηγόριος Κωνσταντινουπόλεως ο Θεολόγος και Ιωάννης Κωνσταντινουπόλεως ο Χρυσόστομος. Ένα κείμενο για πνευματικά αναστήματα του μεγέθους των Οικουμενικών Διδασκάλων είναι δύσκολο έργο. Υπάρχει πληθώρα καλύτερων κειμένων, η βιβλιογραφία που τους αφορά είναι κυριολεκτικά απέραντη και οι δυνάμεις μας περιορισμένες. Ωστόσο τολμούμε να απευθυνθούμε στην αγάπη σας κατόπιν προτροπής, από το χρέος μη κινούντες, για να θυμηθούμε τον Αλεξανδρινό ποιητή μας.
Η εορτή των Αγίων καθιερώθηκε τον ΙΑ΄ αιώνα επί Αλεξίου Κομνηνού από τον Ιωάννη Μαυρόποδα, επίσκοπο Ευχαΐτων. Είναι κοινή για τους τρεις Πατέρες της Εκκλησίας σ’ ένα μήνα που εορτάζουν χωριστά και οι τρεις. Οι δύο λόγω της κοίμησης τους (1 Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. ο Βασίλειος, 25 Ιανουαρίου του 389 μ.Χ. ο Γρηγόριος) και ο Χρυσόστομος την 27η Ιανουαρίου, λόγω της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του. Με την κοινή εορτή και ακολουθία έληξε η έριδα μεταξύ των λογίων του ΙΑ΄ αιώνα για την υπεροχή κάποιου από τους τρεις [2]
Στην νεότερη εποχή καθιερώθηκε ως γιορτή των ελληνικών γραμμάτων από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά το ακαδημαϊκό έτος 1843-1844. Πρώτος ομιλητής υπήρξε ο αείμνηστος Δημήτριος Μπαλάνος, ο οποίος στα ιδεολογικά πλαίσια της εποχής ανέπτυξε τα περί ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και ανέλυσε τους λόγους καθιέρωσης της γιορτής.[2] Αρχικά είχε οριστεί η ίδια μέρα ως η κατάλληλη για τέλεση αρχιερατικού μνημοσύνου με σχετικό λόγο για τους ευεργέτες και τους καθηγητές του Πανεπιστημίου. Ο κληρικός Νεόφυτος Βάμβας το 1841 ήταν ο ομιλητής. Τελικά το 1911 με το νόμο ΓΩΚΓ (υπ’ αριθμ. 3823), μεταξύ των άλλων εορτών του Πανεπιστημίου καθιερώνεται και αυτή . Ωστόσο, στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης προϋπήρχε τουλάχιστον από το 1828 (ή και 1805), στην Ιόνιο Ακαδημία από το 1826, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή από το 1865.[3]
Καθένας από τους Αγίους διακόνησε με τον τρόπο του την Εκκλησία και κατά συνέπεια την παίδευση των ανθρώπων. Ο Μέγας Βασίλειος, με τη δογματική διατύπωση, τη διοικητική δεξιοτεχνία, την απαράμιλλη φιλανθρωπία, τη λειτουργική λαμπρότητα. Ο Γρηγόριος, με τους αντιαιρετικούς αγώνες, την ακριβή θεολογική γλώσσα, την ποιητική ευαισθησία και το θυσιαστικό πνεύμα. Ο Ιωάννης, με την ρητορική δεινότητα, το ερμηνευτικό βάθος, την τόλμη και το ιεραποστολικό έργο. Όλοι κατείχαν σε κάποιο βαθμό όλα τα παραπάνω χαρίσματα και τα αποκάλυψαν στον κατάλληλο χρόνο. Όμως αυτό που ανέδειξαν και οι τρεις Αρχιερείς είναι η επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στη διατύπωση του δόγματος και στη λατρεία του Χριστιανισμού. Χρησιμοποίησαν το ένδυμα του ελληνικού λόγου και τους όρους της φιλοσοφίας για να εκφράσουν το νέο περιεχόμενο της Χριστιανικής διδασκαλίας.[4] Πιθανότατα, το θέατρο και η τέχνη γενικότερα επηρέασαν τη δομή των κειμένων της Θείας Λειτουργίας που διασώζονται υπό τα ονόματα και των τριών Αγίων, αν και η μία δεν είναι πλέον σε χρήση.[5]
Ακούγεται πολλές φορές, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, ότι οι Κληρικοί αυτοί συνέδεσαν τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό. Όμως, ο Χριστιανισμός εξαρχής χρησιμοποίησε τον ελληνικό λόγο και τις ελληνικές κατηγορίες σκέψεως, για να εκφράσει και να διατυπώσει το νέο μήνυμα που έφερε. Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα. Η Παλαιά Διαθήκη είχε μεταγλωττιστεί από τους Εβδομήκοντα πριν τη Γέννηση του Χριστού. Οι απόστολοι κήρυξαν προφανώς στα ελληνικά ανά τον κόσμο (κυρίως ο απόστολος των Εθνών Παύλος). Οι Πατέρες έγραψαν στην ελληνική τα έργα τους, τη λειτουργία, ύμνους και ευχές (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξε αξιόλογη πατερική γραμματεία σε άλλες γλώσσες, όπως τη συριακή και τη λατινική.)[6]
Ήταν φυσικό να χρησιμοποιηθεί ο ελληνισμός σαν όχημα των νέων μηνυμάτων του Χριστιανισμού. Ήταν το περιρρέον κλίμα. Ο πολιτιστικός χώρος όπου ανδρώθηκε. Η υψηλή βαθμίδα, όπου τέθηκε σαν λύχνος, ώστε να φωτίσει τον κόσμο. Οι τρεις Ιεράρχες, μέτοχοι της ελληνικής παιδείας και ποτισμένοι ως το κόκαλο με τον υψηλό πολιτισμό, συνέχισαν απλά και φυσικά την παράδοση. Χωρίς επιτήδευση στα συγγράμματα τους συναντάμε παραθέματα απ’ όλη την κλασική γραμματεία. Άλλωστε, οι ίδιοι έλαβαν την εγκύκλιο ελληνική παιδεία (επιστήμες, ρητορεία, φιλοσοφία), οι μεν Βασίλειος και Γρηγόριος στην Αθήνα, ο δε Ιωάννης στην ελληνική Αντιόχεια και μάλιστα με εξαιρετικές επιδόσεις στις σπουδές τους. Η γλώσσα, η δομή, η αισθητική, οι ιδέες δείχνουν το ζύμωμα τους με τον ελληνικό πολιτισμό και την Ορθόδοξη παράδοση.
Τότε, αφού ήταν απλώς συνεχιστές μιας παράδοσης, γιατί τιμώνται τόσο; Μα, εκτός από τη σημασία που έχει η διατήρηση και η συνέχεια της παράδοσης, οι οποίες είναι αντιληπτές απ’ όλους, οι τρεις Ιεράρχες δεν υπήρξαν απλώς συνεχιστές αλλά ήταν αυτοί που την εμπλούτισαν και που ανέδειξαν περισσότερο από κάθε άλλο τη σύνδεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού, τόσο ώστε ο πολύς πατήρ Γεώργιος Φλορόφσκυ (ο μέγας Ρώσος θεολόγος, ήδη κεκοιμημένος) να βρίσκει τον Ελληνισμό ως αξεδιάλυτο στοιχείο της Ορθοδοξίας, στοιχείο που, αν αφαιρεθεί, χάνεται ένα ουσιαστικό κομμάτι της.[7]
Τιμώνται, επίσης, οι Άγιοι διότι υπερασπίστηκαν σθεναρά το δικαίωμα των Χριστιανών στην κλασική παιδεία όταν αυτό αμφισβητήθηκε. Ο συμμαθητής των δύο, αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης, θεώρησε ότι οι Χριστιανοί δεν έπρεπε να μορφώνονται ελληνικά, διότι τάχα δεν καταλάβαιναν τη φιλοσοφία που μόνο ένας εθνικός, ειδωλολάτρης κατανοούσε.[8] Η θεωρία αυτή πολλές φορές φτάνεις ως τις μέρες μας (ακόμη και με πρόταση «κατάργησης» της Παλαιάς Διαθήκης, διότι «είμαστε εγγονοί του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και όχι του Αβραάμ και των προφητών»).
Περιορίζεται, έτσι, η πνευματική συγγένεια γίνεται εκλεκτική σε επικίνδυνο βαθμό και στενεύουν οι ορίζοντες αντίληψης των πραγμάτων. Νομίζουν κάποιοι ότι έτσι υπερασπίζονται τον ελληνισμό (!) και θεωρούν τους εαυτούς τους πνευματικούς ανθρώπους. Τι αντίθεση αποτελούν οι αληθινοί Έλληνες! Οι Πατέρες της Εκκλησίας! Γράφει ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο του Προς τους νέους πώς να ωφεληθούν από τους ελληνικούς λόγους: όπως η μέλισσα που γυρνάει από λουλούδι σε λουλούδι και συλλέγει τα ωφέλιμα έτσι και εμείς από τα συγγράμματα των αρχαίων συγγραφέων, φιλοσόφων και ποιητών, ας διαλέγουμε τα ωφέλιμα αποφεύγοντας τα βλαβερά, θυμίζοντας έντονα στην εκλεκτικότητα τα αρχαιοελληνικά έργα και αποπνέοντας το ελεύθερο ελληνικό πνεύμα.
Με τη σύνδεση του Χριστιανισμού με την ελληνική παιδεία, η δεύτερη πλατύνεται, γίνεται ωφέλιμη, αποκτάει αρετή, διδάσκεται την ταπείνωση, αναβαπτίζεται, εξέρχεται οικουμενική και περιλαμβάνει τον κόσμο, τους μετόχους της, μακριά από απομονωτισμούς και αποκλεισμούς.
Τελικά, η ανάδειξη της σύνδεσης του Χριστιανισμού και Ελληνισμού, είναι ο λόγος της τιμής προς τους τρεις «φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος». Η ωφέλεια μιας παιδείας, ενός πολιτισμού οικουμενικού, που χωράει όλους όσοι θέλουν να ενταχθούν σ’ αυτόν ελευθέρα. Η πνευματική αρετή συζευγμένη με την αληθινή σοφία. Δεν έκαναν λάθος οι πρόγονοι μας που τους θεώρησαν προστάτες των Γραμμάτων, αν και εμείς θέλουμε να μεταβάλουμε τη μνήμη τους σε απλή αργία για την εκπαίδευση αντί να εμπνευστούμε απ΄ αυτούς, αντί να οικειοποιηθούμε τη χάρη τους.
Είναι όντως πρότυπα για μίμηση οι τρεις Ιεράρχες. Πρότυπα για όλους μας, κληρικούς, λαϊκούς, εκπαιδευτικούς, μαθητές. Πρότυπα σοφίας, ευσέβειας, αρετής, ανοιχτού πνεύματος, παιδείας. Πρότυπα πεπαιδευμένων Ορθοδόξων Χριστιανών και Ελλήνων, με την πραγματική και ουσιαστική έννοια.
[1] Ενδεικτικά για τις βιογραφίες : Π.Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τομ. Γ΄, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1987 και Θ. Δετοράκη, Βυζαντινή Φιλολογία, τομ. Α΄, εκδ. Δοκιμάκης, Ηράκλειο Κρήτης 2011 (σ. 248 κ.εξ. για τον Μ. Βασίλειο, σ. 273 κ.εξ. για τον Γρηγόριο και σ. 380 κ. εξ. για τον Ιωάννη)
[2] Έφη Γαζή, Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών, Μια γενεαλογία του «Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», εκδ. Νεφέλη/Ιστορία, Αθήνα 2004, σ.34-36
[3] Έφη Γαζή, ο.π., σ. 88 κ.εξ. ως σ. 116
[4] Β. Τατάκη, Η συμβολή της Καππαδοκίας στη Χριστιανική σκέψη, εκδ. Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1989.
[5] Ι. Φουντουλη, Ἡ θεία Λειτουργία Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Εἰσαγωγικά προβλήματα. Ἀνάτυπο ἀπό τόν τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου «Μνήμη Ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Μεγάλου Φωτίου Ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως», Θεσσαλονίκη 1994, σ. 180. Επίσης Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰσαγωγή – Κείμενον ὑπό Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, Πρωτοπρεσβυτέρου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 6.
[6] Μ. Φούγια, Το ελληνικό υπόβαθρο του Χριστιανισμού, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1994
[7] Γ. Φλορόφσκι, Οι Ανατολικοί πατέρες του 4ου αιώνα, εκδ. Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2006
[8] Για τη σύγκρουση έχουν γραφτεί πολλά μεταξύ των οποίων ελάχιστη συμβολή και η υπό κρίση ημετέρα διδακτορική διατριβή.
Νέα
Αυτός το πεδίο είναι κενό.
Νέα
Αυτός το πεδίο είναι κενό.